Να αφήσω τον τίτλο ή να μη τον αφήσω… Δίλημμα κοφτερό και ανελέητο. Έχω περισσότερες της μιας δικαιολογίες για να τον αφήσω όπως είναι. Για την ακρίβεια δύο: ακόμα τώρα μαθαίνω τούτο δω το μαραφέτι και ψυλλιάζομαι ότι χρειάζεται να διαγράψω όλο αυτό το αυτόματο ποστάκι για να καταφέρω να πείσω τον τίτλο να αλλάξει (και πίστεψε με η πειθώ μου μπορεί να γίνει μεγάλη αλλά υποπτεύομαι με αυξανόμενη δυσαρέσκεια ότι το διάριον (diary, βρε, weblog -λες και μανουβράρουμε τον Τιτανικό για να έχουμε και log, τεσπά-, blog, voila the λόγος, αλλά το ξεφτίλισα με την παρένθεση, τελεία). Που ήμουν; Και δεύτερον ο τίτλος δεν δημιουργεί άσχημες εντυπώσεις (ειδικά για πρώτο ποστάκι, αργότερα οι προσδοκίες δύνανται να αυξηθούν) παρότι άσχετος με το περιεχόμενο του παρόντος ποστακίου.
Ώπα, εδώ δικαιολογώ τον τίτλο και όχι την εισαγωγή. Συμμαζέψου… (μονολόγησε ο συγγραφέας με ύφος φυλακισμένου που με είκοσι χρόνια στην καμπούρα μιλάει με το παντελόνι του ενώ τον αμολάνε σε εφτά και σήμερα).
Περί τίτλου ο λόγος, λοιπόν. Έχω στην κατοχή μου δύο ολόκληρα επιχειρήματα να μην τον αλλάξω. Η αμφιβολία παραμένει επίμονη όπως η αλογόμυγα στο νου του Σωκράτη και η μύγα (γενικά) στον ιδρώτα του διαβητικού. Κάτι λίγο τοσοδά κατιτίς δεν κολλάει. Αλλά η βαρεμάρα και ο ωχαδερφισμός μου μού επιβάλλουν να θαυμάσω την geek λογική που διέπει το παρόν φιλοξενητήριο (WordPress.com, hip hip huzza!) και επιβάλλει σε μένα τον τιποτένιο αδαή να την αποδεχτώ (είμαι ένα σκαλί πριν να πιστέψω ότι υπάρχει και κάτι kinky στην όλη ιστορία, οπότε… ας δοκιμάσω). Συμπέρασμα, ο τίτλος και μερικά άλλα διακοσμητικά στοιχεία μένουν ανέγγιχτα σαν παρθένο δάσος.
Αλλά ήρθε η ώρα να αποδείξω ότι σε λαμβάνω υπόψη αναγνώστα μου και να προχωρήσω στο ζουμί…
Μια χαρά βλακείες θα έπαιζε η τηλεόραση (και) εκείνη τη νύχτα. Το κορμί και ο νους μου είχαν ξεχειλίσει από διάθεση να αφεθώ στη ληθαργική σαπίλα του καναπέ και να χαζέψω τις κραυγές στις ειδήσεις. Η απόλυτα ιδανική παρακμή. Ξέρεις, από αυτές που σε κάνουν να νιώθεις ακμαίος.
Δύο ώρες αργότερα βρήκα τον εαυτό μου να περπατά μέσα στη βροχή (ενδόμυχη σκέψη: «δεν έπρεπε να σε λένε Θοδωρή, Μαλάκα έπρεπε να σε λένε». Βέβαια, όταν το σκεφτόμουν αυτό είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι γύρω από το όνομά μου παίζεται μεγάλη ίντριγκα, αλλά αυτό θα το αφήσω για αργότερα, γιατί πραγματικά δεν έχω χώρο -κι εσύ υπομονή- για άλλες παρενθέσεις που την έκτασή τους ζηλεύει το άπειρο).
Το περπάτημα στη βροχή επιβάλλει ομπρέλα και αυτή θυμήθηκα να την πάρω. Ίσως να είμαι μόνο Θοδωρής τελικά. Στο άλλο χέρι κρατούσα ένα μπουκάλι ημίγλυκο, γιατί εφόσον έλαβα επείγουσα κλήση και θα έχανα το ξεκατίνιασμα στις ειδήσεις είπα να δημιουργήσω ατμόσφαιρα στοχοποίησης άλλων με τη Ρ. Αν και δεν τη γνώριζα πολύ καλά τότε, τον τελευταίο καιρό είχαμε αρχίσει να ερχόμαστε κοντύτερα. Κι έτσι με κάλεσε. Κι επειδή εγώ ο συμφεροντολόγος διέκρινα τα κοινά μας σημεία που όλο και περισσότερο φαίνονταν, έφτυσα τη σαπίλα.
Τον αυτοχαρακτηρισμό δεν μου τον προκαλούσε η αποδοχή της πρόσκλησης της Ρ. αλλά το ότι αποφάσισα να μην πάρω ταξί, να εξηγούμαι για να μην παρ… (αστο, έχει καεί).
Με το που μου άνοιξε την πόρτα, αντίκρισα μια Ρ. με θλιμμένο βλέμμα, κίτρινες πιτζάμες και κουνελάκια στα πόδια. Αυτή δεν ξέρω τι αντίκρισε, αλλά δεν έδειξε τίποτε άλλο από το έμφυτο μητρικό της.
«Έλα μέσα, το παντελόνι σου είναι μούσκεμα».
Προτού το καταλάβω είχα βρεθεί στο μπάνιο με τη διαταγή να μην τολμήσω να ξεμυτίσω από ‘κει αν δεν αλλάξω. Το μπάνιο μύριζε χίλιες δυό ανακατεμένες μυρωδιές καλλυντικών με μια κυριάρχη σαμπουανιζέ λεβάντα. Δεν ήμουν αρκετά ήρωας για να περάσω τη βραδιά σε ένα περιβάλλον όπου καλλυντικά είχαν το πάνω χέρι και ξεμύτισα με τη ροζ πυτζάμα που μου έδωσε χωρίς να με ρωτήσει πότε ήταν η τελευταία φορά που πλύθηκα.
«Χα, χα», ψευτογέλασε, «Είσαι ροζ»
«Σώωωωωπα», σκέφτηκα, και είπα «έφερα και κρασί».
«Είναι γλυκό».
«Ημίγλυκο».
«Με βαράει το ίδιο».
«ΟΚ. Απλά σκέφτηκα… Δώστο για δώρο».
«Πολύ καλά λες Τεό μου… Αλλά πρέπει να ανταποδώσω. Τη σκέψη, ξέρεις».
Με έλεγε Τεό. Μου είπε ότι ήμουν ο Τεό ακόμα κι όταν έκανε παρέα με ξεκάρφωτους και με έθαβαν (μόνο όσο πατάει η γάτα). Αυτό της έβγαινε να ταιριάζει σ’ αυτό που είμαι, από πάντα. Δεν της το έκοψα. Ποτέ.
Πέρναγε φάση. Ήμουν ο μόνος που μπορούσε να εμπιστευτεί, είπε. Ένιωσα σκατά, γιατί θεωρώ τον εαυτό μου αφόρητα πολιτικάντη ώρες-ώρες (βλέπε μεγάλη πειθώ στην εισαγωγή). Ξύλινη γλώσσα, καμιά λύση, τέτοια φάση. Αφέθηκα να προσφέρω αυτό που χρειαζόταν άμεσα. Ένα προσεκτικό αυτί. Λύσεις δεν χρειάζονταν, μόνο να πει αυτό που ένιωθε. Το είχα νιώσει κι εγώ αυτό, το είχα κάνει και είχα ανάμικτα αποτελέσματα. Η εμπειρία ήταν αρκετά ενθαρρυντική για να την αφήσω να μου μιλήσει και αρκετά επώδυνη για να ξέρω ότι όσα μου έλεγε δεν θα έπρεπε να βγουν ποτέ από το στόμα μου.
Κι έτσι άνοιξε ένα μπουκάλι με ξηρό (κόκκινο για όνομα… μα κι αυτή θύμα της διαφήμισης;) και άρχισε να μιλά στον αυτοσχέδιο ψυχαναλυτή με τη δανεική ροζ πιτζάμα και το ζελέ στο μαλλί. Σουρεάλ.
Μου είχε ψιλοπεί κάποια πράγματα (ενώ εγώ της είχα χοντροπεί στη φάση που ήμουν!). Ήρθε η σειρά της να μου ανοιχτεί κι εκείνη. Το ένστικτό μου δεν με είχε γελάσει αυτή τη φορά.
Οι παλιές παρέες είχαν ξυνίσει. Άγρια. Και έτσι στράφηκε προς αυτούς που κάτι είχε πάρει το μάτι της ότι υπήρχαμε, αλλά δεν είχε ασχοληθεί περισσότερο. Και θυμήθηκε και κάτι συμμαθητές της από το λύκειο. Αναζήτηση αληθών συναισθημάτων; Πολύ πολύ πιθανό.
Ο γκόμενός της, που τα είχαν από το λύκειο, τρίτη αυτός, πρώτη αυτή, δεν την ικανοποιούσε πια. Μην με παραξηγείς ξανά, αγαπημένε αναγνώστα. Σχέση είχαν από απόσταση για τα τελευταία τέσσερα και βάλε χρόνια, άρα δεν ήταν ποτέ σεξουαλικό το θέμα. Απλά, η Ρ. άρχισε να βλέπει ότι όλα αυτά που την τράβηξαν στον τύπο δεν σήμαιναν και πολλά από μόνα τους. Ή μάλλον αυτός συνέχιζε να συμπεριφέρεται λυκειακά. Τον λυπήθηκα, αν και πληροφορήθηκα ότι έλεγε της έλεγε μαλακίες στο τηλέφωνο. Ο μόνος τρόπος που ήξερε να την κρατήσει ήταν να συνεχίσει να συμπεριφέρεται σαν τον ωραίο του σχολείου. Φτωχέ, φτωχέ μου γόη που ο κόσμος καταρρέει γύρω σου.
Είχαμε ήδη αδειάσει το μπουκάλι και η Ρ. έφερε το ημίγλυκο. Δεν θα κατέληγε για δώρο τελικά. Όση ώρα άνοιγε την ψυχή της, συνοδεία τηλεόρασης (οι εξομολογήσεις ταιριάζουν πολύ με κακές συνήθειες) άκουγα προσεκτικά και ρωτούσα κι έκανα μόνο μερικά μικρά, όσο το δυνατόν ουδέτερα σχόλια (νομίζω). Τα μπουκαλάκια του μπάνιου όπου στέγνωνε το τζην μου προσπαθούσαν να καταλάβουν όλο το χώρο με την οσμή τους. Οι γουλιές κατέβαιναν απότομα, σε μια προσπάθεια να διώξω τη μυρωδιά. Κι όσο εγώ έπινα τόσο αυτή ακολουθούσε. Μέχρι που το ξεστόμισε.
«Φοβάμαι».
«Τι φοβάσαι κούκλα μου; Τον περίεργο; Να χωρίσεις; Αφού μου λες ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Κι επιμένεις κιόλας. Όχι χωρίς λόγο να λέμε του στραβού το δίκιο».
«Ειναι όλα ρε συ Τεό. Όλα. Όλα αλλάζουν».
«Εμένα θα μου πεις; Εγώ το ξέρω καλύτερα απ’ όλους σας», σκέφτηκε ο μαλ…, ο Θοδωρής εννοώ. Αλλά είπε κάτι άλλο.
«Το ξέρω κούκλα μου. Όλοι μας το περνάμε αυτό. Τελειώνει η σχολή, τελειώνει μια φάση. Και το μετά είναι…»
Άντε να βρεις τη λέξη. Ακόμα δεν την έχω βρει.
«Και του το είπα του μαλάκα να μην με πρήζει! Όχι τώρα. Όχι τώρα! Αυτός είναι ότι έχω για να συνεχίσω να κολλάω στις παλιές μου συνήθειες. Και μου λέει ότι άλλαξα! Χαίρω πολύ! Το πρόβλημα είναι ότι αυτός έμεινε ίδιος».
«Τώρα μιλάς σωστά, κούκλα. Κοίτα ‘δω. Τι είναι αυτό; Δάκρυσες;»
Κι έπειτα συνεχίσαμε να πίνουμε το δεύτερο μπουκάλι κρασί (η μυρωδιά είχε χαθεί ήδη από τα κέντρα της αντίληψής μου αλλά κατέβαζα κι άλλο). Ο τύπος πρέπει να φτερνιζόταν συνέχεια εκείνη τη νύχτα. Μαζί με μερικούς συμφοιτητές. Από το κλάμα περάσαμε στο γέλιο και μετά σε εκείνη την πικρή αποδοχή ότι δεν βγαίνει άκρη και πάλι πίσω στο κλάμα. Λυτρωτικό γέλιο και κλάμα. Κι έπειτα μια παρατεταμένη σιωπή. Μόνο σιωπή, που υπονούσε τόσα πολλά.
Σκέτη μούγκα στη στρούγκα. Η χαζή είχε ξαναδακρύσει. Αποφάσισα να το γυρίσω στο πιο ευχάριστο την κουβέντα προσφέροντας συμπόνια από την δική μου εμπειρία. Άρχισα μια ψιλοδιάλεξη που έφερε ένα αποτέλεσμα που δεν περίμενα. Χωρίς προειδοποίηση, η Ρ. με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που μου κόπηκε η ανάσα και με φίλησε στο μάγουλο.
«Πόσο με καταλαβαίνεις, ρε πούστη».
Επέμεινα στο χιούμορ. Τόση συγκίνηση πέφτει λίγο βαριά στο στομάχι. Γραπώθηκα από μια λέξη σε χρόνο dt.
«Πιπέρι στο στόμα. Και δεν σου επιτρέπω να με λες πούστη. Θα το πεις μπροστά και σε κανένα ξεκάρφωτο».
«Έλα ρε συ, σόρρυ, δεν το εννοούσα».
Μάλλον πίστεψε ότι είχα παρεξηγηθεί. Τότε ήταν που της πέταξα τη μεγάλη ατάκα που της έφτιαξε το κέφι.
«Είδες που όλα αλλάζουν κι όλα μένουν ίδια; Χαζολογάμε σαν πρωτοετά».
Ένευσε πολλές φορές καταφατικά και μου είπε πονηρά.
«Να ‘σαι καλά. Ρε πούστη».
Δεν το κατάλαβα αμέσως (έφταιγε και ο αισιόδοξος με τα πολιτικά ταξιτζής που με γύρισε σπίτι καμιά ώρα αργότερα -ναι, αυτού του τύπου η αισιοδοξία δεν συνεπαγόταν διαζύγιο με την πραγματικότητα ακόμα- που μου έπιασε την κουβέντα) αλλά οι αμετανόητοι μπήκαν στην κούτρα μου τότε. Γιατί οι αμετανόητοι έχουν να κάνουν με την ομοιότητα μέσα στην αλλαγή.
Καθόλου πρωτότυπο φυσικά. Το πρωτότυπο είναι ότι αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να διαλαλήσουν τις τρέλες τους, παλιές και καινούριες, έτσι μπας και παραπέσει κανείς εδώ και αντικρίσει κομμάτια του εαυτού του. Δεν είναι μικρό αυτό. Ξέρω τι λέω.
Ετικέτες: (αμετ)ανοησία, Ρ, αρχή, αλλαγή, νταούνιασμα